- πυόνεφρος
- ο, και παλ. τ. πυονέφρωση, η, Νιατρ. συλλογή πύου στο πυελοκαλυκικό σύστημα ενός νεφρού, η οποία συνοδεύεται πολλές φορές από ατροφία τού νεφρικού παρεγχύματος από πίεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyonephrosis (< πύον + νεφρός + -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.